- κατα την επίθεση
- при нападот
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
ορμή — η (ΑΜ ὁρμή) 1. βίαιη και ορμητική κίνηση προς τα εμπρός («η ορμή με την οποία έκανε επίθεση το στράτευμα υπερνίκησε τον εχθρό») 2. (σχετικά με πράγματα ή φυσικά φαινόμενα) ένταση, σφοδρότητα (α. «η ορμή τού ανέμου» β. «θάμνοι πρόρριζοι πίπτουσιν… … Dictionary of Greek
οπλομαχία — Η τέχνη του χειρισμού των όπλων και ιδιαίτερα του ξίφους (ξιφασκία), της σπάθας (σπαθασκία) και της λόγχης (λογχομαχία). Η ο. αποτέλεσε αναγκαία άσκηση στο παρελθόν, όχι μόνο στον πόλεμο αλλά και ως μέσο για την επίλυση των ατομικών διαφορών.… … Dictionary of Greek
Λι, Ρόμπερτ Έντουαρντ — (Robert Edward Lee, Στράτφορντ 1807 – Λέξινγκτον 1870). Αμερικανός στρατηγός. Υπηρετούσε ως αξιωματικός του μηχανικού κατά την έκρηξη του Αποσχιστικού Πολέμου (πόλεμος Βορείων και Νοτίων). Τελικά, προτίμησε να υπηρετήσει την Πολιτεία από την… … Dictionary of Greek
Μέξης — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών της Επανάστασης με καταγωγή από την Ήπειρο. Κυριότερα μέλη τα υπήρξαν οι: 1. Θεόδωρος (19ος αι.). Ήταν ο πρωτότοκος γιος του Χατζηγιάννη (βλ. 4). Σύζυγός του ήταν η κόρη του ναύαρχου Γ. Ανδρούτσου. Συμμετείχε σε… … Dictionary of Greek
Καρβελάς — I Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από την Αθήνα. 1. Δημήτριος. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και πολέμησε σε πολλές μάχες από την αρχή του Αγώνα. Σκοτώθηκε στην πολιορκία της Ακρόπολης από τον Κιουταχή το 1826. 2. Ιωάννης. Αδελφός του… … Dictionary of Greek
Κανάρις, Βίλχελμ φον- — (Wilhelm von Kanaris, Απλερμπέκ 1887 – Φλόσενμπεργκ 1945). Γερμανός ναύαρχος. Ήταν γιος διευθυντή χαλυβουργείου και κατετάγη το 1905 στο πολεμικό ναυτικό. Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου υπηρέτησε στο καταδρομικό Δρέσδη, μετά τη βύθιση … Dictionary of Greek
στούκα — Όνομα που δόθηκε στο γερμανικό βομβαρδιστικό αεροπλάνο Γιούνκερς JU 87 κατά τη διάρκεια του B’ Παγκόσμιου πόλεμου. Σχεδιάστηκε στα τέλη του 1935 και πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1937 κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφύλιου πόλεμου. Ήταν εφοδιασμένο με … Dictionary of Greek
κόμπρα — Κοινή ονομασία δηλητηριωδών φιδιών του γένους ναΐα ή νάγια (Naja), της οικογένειας των ελαπινών, της τάξης των φολιδωτών. Γνωστότερο είδος είναι η Naja naja ή Naja tripudians, γνωστή ως διοπτροφόρος κ., η οποία σκοτώνει τα θύματά της χύνοντας το… … Dictionary of Greek
ωρικός — Αρχαία πόλη της ιλλυρικής Αμαντίας στο Ιόνιο πέλαγος, όχι μακριά από τις εκβολές του Αώου ποταμού. Σύμφωνα με την παράδοση Ιδρύθηκε όπως και η Αμαντία, από Ευβοείς, που επέστρεφαν από την Τροία. Πάντως ήταν αρχαιότατη ελληνική πόλη (Hρόδ. 9,90),… … Dictionary of Greek
Αντάρας — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθηναίος αγωνιστής ο οποίος έλαβε μέρος και διακρίθηκε σε διάφορες μάχες υπό τις διαταγές του Ν. Αργύρη. Ήταν γνωστός και με το παρατσούκλι Καπετάν Α., το οποίο όφειλε στην ταραχώδη ζωή του την περίοδο πριν από την… … Dictionary of Greek
Λιακατάς, Γρηγόριος — (; – Μεσολόγγι 1826). Αγωνιστής του 1821 από τον Ασπροπόταμο. Διετέλεσε αρματολός Κλεινοβού πριν από την Επανάσταση. Πολέμησε ως οπλαρχηγός στο Μεσολόγγι και στο Αιτωλικό και σκοτώθηκε το 1826 στο νησί Ντολμά του Μεσολογγίου κατά την επίθεση των… … Dictionary of Greek